Η Μέρκελ για Τσίπρα, Σαμαρά, Παπανδρέου, δημοψήφισμα, Μεταναστευτικό

neostrategy.gr
ANDREA BONETTI

Το βιβλίο της πρώην καγκελαρίου με τα αποκαλυπτικά αποσπάσματα για την περίοδο των μνημονίων στην Ελλάδα. Εκτενείς είναι οι αναφορές στην Ελλάδα της περιόδου των μνημονίων μέσα στο βιβλίο της πρώην καγκελαρίου, το οποίο κυκλοφορεί σήμερα σε 30 χώρες. Τότε που σώθηκαν οι γερμανικές και ευρωπαϊκές Τράπεζες και καταστράφηκε ο ελληνικός λαός. Δράμα που συνεχίζεται έως σήμερα για τον διαρκώς φτωχοποιούμενο λαό και τον στραγγαλισμό της Ελλάδας μόνο και μόνο για παραδειγματισμό και εκδίκηση.

Μέσα από τις σελίδες των απομνημονευμάτων της που φέρουν τον τίτλο «Ελευθερία: Αναμνήσεις 1954-2021» αποκαλύπτεται και η άποψη που είχε η Μέρκελ για τους ηγέτες της χώρας μας εκείνη την περίοδο.

Κανένα σημείο συνεννόησης με τον Παπανδρέου

Ξεκινώντας την εξιστόρηση για εκείνη την ταραγμένη περίοδο η Άνγκελα Μέρκελ αποκαλύπτει ότι δεν φαινόταν να είχε κοινό σημείο συνεννόησης με τον Γιώργο Παπανδρέου, ενώ καταγράφει αυτούσια τον διάλογό της με τον πρώην πρωθυπουργό.

«Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο Παπανδρέου δεν είχε πει ακόμη τίποτα, οπότε τον ρώτησα ευθέως: “Εσύ τελικά τι θέλεις;”. Η απάντηση ήταν ότι δεν ήθελε τίποτα, αλλά πως η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση» αναφέρει χαρακτηριστικά και σε άλλο σημείο προσθέτει «”πότε θα παρουσιάσεις στην Επιτροπή τα σχέδιά σου για την εξοικονόμηση των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ;” ρώτησα τον Παπανδρέου. “Αυτό προέχει αυτή τη στιγμή, προκειμένου να περάσεις στις χρηματαγορές το μήνυμα ότι μπορούν να σας εμπιστευτούν ξανά”. Ο Παπανδρέου απάντησε ότι χρειάζεται χρόνο. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Εν μέσω αυτής της ασφυκτικής πίεσης να γίνει κάτι για την κατάσταση, ο ίδιος συμπεριφερόταν σαν να έχει όλο τον χρόνο του κόσμου μπροστά του. Μιλούσαμε έντονα και ταυτόχρονα, μιλούσαμε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Οι διερμηνείς μετά βίας προλάβαιναν να μας ψιθυρίζουν τα λεγόμενά μας στο αυτί».

Απέτυχε ο Σαμαράς

Σκληρή, πάντως, είναι η κριτική της Άνγκελα Μέρκελ για την κυβέρνηση Σαμαρά, για την οποία δεν χρησιμοποιεί καθόλου κολακευτικά σχόλια, ενώ εκτιμά ότι απέτυχε στο να προχωρήσει στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις.

«Η νίκη του (Αλ.Τσίπρα) οφείλεται στην οργή πολλών Ελλήνων πολιτών για τα προγράμματα διάσωσης του ευρώ… Ο προκάτοχός του Αντώνης Σαμαράς είχε αποτύχει να εφαρμόσει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης» αναφέρει σχετικά.

Το κεφάλαιο Τσίπρας με το αφοπλιστικό χαμόγελο

Εκτενή είναι τα αποσπάσματα στα οποία η πρώην καγκελάριος αναφέρεται στον Αλέξη Τσίπρα, για τον οποίο είναι η αλήθεια ότι χρησιμοποιεί έναν διαφορετικό τόνο.

Μιλώντας για την πρώτη τους συνάντηση στο Βερολίνο τον Μάρτιο του 2015 σημειώνει «αδημονούσα, ομολογώ, να δω τι είδους προσωπικότητα θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα. Ήταν είκοσι χρόνια νεότερός μου. Έως τότε είχαμε μιλήσει δύο φορές στο τηλέφωνο με διερμηνείς και είχαμε δύο σύντομες συναντήσεις σε συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες. Μου είχε κάνει καλή εντύπωση τότε· περισσότερα δεν μπορούσα να πω. Ήξερα από τις πρώτες μας συναντήσεις ότι μιλούσε καλά αγγλικά».

Και συμπληρώνει: Τον περίμενα στην είσοδο του Έρενχοφ της ομοσπονδιακής καγκελαρίας για να τον υποδεχτώ με στρατιωτικές τιμές. Η άφιξή του καθυστέρησε διότι θεώρησε απαραίτητο να κατέβει από το αυτοκίνητο μπροστά από την καγκελαρία και να χαιρετήσει ο ίδιος προσωπικά τους διαδηλωτές του κόμματος Ντιε Λίνκε. Οι φωνές “Ζήτω η διεθνής αλληλεγγύη!” έφτασαν στ’ αυτιά μου από μακριά. Ήλπιζα μόνο η παραμονή του εκεί να μη διαρκέσει τόσο, ώστε να σκιάσει την ατμόσφαιρα της επίσκεψής του πριν καν αρχίσει. Ο Τσίπρας έφτασε πράγματι σύντομα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο μ’ ένα φιλικό, αφοπλιστικό χαμόγελο. Τον χαιρέτησα και έκανα μια σύντομη παρατήρηση γι’ αυτό το προκαταρκτικό του πρόγραμμα. Μου απάντησε με αυτοπεποίθηση και διαλλακτικότητα ότι δεν πρέπει ποτέ να λησμονεί κανείς τους οπαδούς του. Συμφώνησα με χαμόγελο. Αμέτρητοι φωτογράφοι έστρεφαν τους φακούς τους πάνω μας. Βρισκόμασταν υπό στενή παρακολούθηση».

Σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί για τη στάση της η Άνγκελα Μέρκελ σημειώνει πως στον τότε Έλληνα πρωθυπουργό «τόνισα τη σταθερή βούλησή μου για την παραμονή της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης, κάτι που απαιτούσε δουλειά και από τους δυο μας. Ήδη το καλοκαίρι του 2012 είχα σκεφτεί πολύ τα επιχειρήματα όσων ήθελαν να πείσουν την Ελλάδα να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. Δεν κατάφεραν να με μεταπείσουν. Έκτοτε, η θέση μου ήταν ξεκάθαρη. Η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει μέρος της ευρωζώνης.

Η εξώθηση μιας χώρας να αποχωρήσει από τη νομισματική ένωση θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Επιπλέον, από τη στιγμή που μια χώρα αποχωρούσε, θα αυξανόταν η πίεση στην επόμενη. Επίσης, το ευρώ ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό νόμισμα και η Ελλάδα ήταν το λίκνο της δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, επισήμανα στον Τσίπρα ότι υπήρχαν όροι που συνδέονταν με την παραμονή της χώρας του στην ευρωζώνη».

Μικρό επικοινωνιακό έργο τέχνης

Η Άνγκελα Μέρκελ θυμάται και τα όσα έγιναν στην κατ΄ιδίαν συνάντησή τους, αλλά και στις κοινές δηλώσεις τους αργότερα:

Η εντύπωση που αποκόμισα ήταν πως ο Αλέξης Τσίπρας ήταν πέρα για πέρα ανοιχτός στη συνεργασία και ήθελε να ψηλαφίσει σιγά σιγά τον δρόμο του σε ένα άγνωστο για κείνον έδαφος. Η προσέγγιση αυτή μου φάνηκε πολύ οικεία και συμπαθητική. Στη συζήτηση με τους συνεργάτες μας και ύστερα, στη διάρκεια του δείπνου, προσπαθήσαμε να βρούμε έναν τρόπο ώστε η νέα ελληνική κυβέρνηση να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της τρόικας χωρίς να χρειαστεί να αθετήσει προεκλογικές υποσχέσεις. Κάτι σαν τετραγωνισμό του κύκλου δηλαδή.

Πριν από το δείπνο δόθηκε μια συνέντευξη Τύπου, στο πλαίσιο της οποίας ο Τσίπρας κι εγώ προσφέραμε ένα μικρό επικοινωνιακό έργο τέχνης: φιλικό, προσηνές ύφος και οι δύο, καμία υπαναχώρηση από κανέναν απ’ τους δύο. Οι διαφορές ήταν μεγάλες, το ίδιο και η βούληση να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο.

Το δημοψήφισμα και η καλά σχεδιασμένη στρατηγική

Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει και η τοποθέτηση της πρώην καγκελαρίου για το καλοκαίρι του 2015, όταν η σύγκρουση της κυβέρνησης Τσίπρα με τους δανειστές κορυφώθηκε και οδήγησε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου και την μετέπειτα συνθηκολόγηση.

Η Άνγκελα Μέρκελ χαρακτηρίζει τις κινήσεις Τσίπρα ως αποτέλεσμα καλά προσχεδιασμένης στρατηγικής και δεν κάνει λόγο ούτε για απερισκεψία ούτε για κωλοτούμπα, όμως καταγράφει τον αιφνιδιασμό των Ευρωπαίων ηγετών, όπως οι Φρανσουά Ολάντ, Ντόναλντ Τουσκ, Κριστίν Λαγκάρντ και Ζαν Κλοντ Γιούνκερ.

Περιγράφοντας τα όσα συνέβησαν στη Σύνοδο της 26ης Ιουνίου με τα περιθώρια να έχουν στενέψει επικίνδυνα και την Ε.Ε. να πιέζει ασφυκτικά στην πρότασή της για επιβολή νέων μέτρων λιτότητας η Μέρκελ αναφέρει ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν σιωπηλός μέχρι εκείνη να αποφασίσει να του δώσει τον λόγο: «”Αλέξη, δεν είπες τίποτα ακόμη. Σκοπεύεις να πάρεις τον λόγο;” “Όχι, ο Ντόναλντ έχει ήδη εξηγήσει τα πάντα”. “Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;” ρώτησα έκπληκτη. “Θα πάρω αμέσως το αεροπλάνο για Αθήνα και θα συσκεφτώ με το υπουργικό μου συμβούλιο για το τι θα κάνουμε” απάντησε ήρεμα. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Έκανα τον γύρο του τραπεζιού και πλησίασα τον Ολάντ. Ήταν κι εκείνος έκπληκτος. Και οι δυο μας, όπως άλλωστε και οι άλλοι, είχαμε αποκομίσει σαφώς την εντύπωση πως ο Τσίπρας είχε αποδεχτεί το αποτέλεσμα των νυχτερινών διαπραγματεύσεων. Ο Τουσκ είχε επίσης μιλήσει στο ίδιο μήκος κύματος.

Επέστρεψα στον Τσίπρα και τον ρώτησα: “Και τι φαντάζεσαι πως θα προκύψει από τις διαβουλεύσεις;”. “Δεν ξέρω” απάντησε.”Πότε θα ξέρεις;” επέμεινα. “Αυτό θα σου το πω σήμερα, νωρίς το βράδυ”. Ο Ολάντ κι εγώ κανονίσαμε να γίνει μια τριμερής τηλεφωνική επικοινωνία. Ο Τσίπρας μάς είπε, στον Ολάντ και σ’ εμένα, ότι το υπουργικό του συμβούλιο αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το συμφωνηθέν πρόγραμμα. Για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα έπρεπε να αποφασίσει ο λαός. Θα το ανακοίνωνε στους πολίτες του σε τηλεοπτικό διάγγελμα το ίδιο βράδυ. Μέχρι εδώ, όλα καλά, σκέφτηκα. Στη συνέχεια ρώτησα ποια ήταν η σύσταση της κυβέρνησής του προς τον λαό. “Όχι, φυσικά” είπε νέτα σκέτα. Απ’ όλα τα τηλεφωνήματα που έχω κάνει ποτέ στην πολιτική μου ζωή, αυτό εδώ μου επιφύλαξε ίσως τη μεγαλύτερη έκπληξη. Προς στιγμήν ο Ολάντ κι εγώ μείναμε άφωνοι».

Το τέλος του δράματος

Αναφορικά με τη Σύνοδο της 12ης Ιουλίου η Άνγκελα Μέρκελ καταγράφει: Τα πράγματα είχαν σοβαρέψει για τα καλά, ο Τσίπρας είχε στην αντιπροσωπεία του εκλεκτούς τραπεζικούς εμπειρογνώμονες. Το δημοψήφισμα ήταν πια παρελθόν. Το πρωί συμφωνήσαμε στα βασικά σημεία ενός τρίτου προγράμματος διάσωσης με χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ). Χάριν ευχέρειας στις διεξοδικές διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα αυτό τις επόμενες ημέρες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χορήγησε στην Ελλάδα ένα δάνειο-γέφυρα. Στις 19 Αυγούστου 2015 η Μπούντεσταγκ ψήφισε υπέρ του νέου ελληνικού προγράμματος».

Η πρώην καγκελάριος περιγράφει και το ταξίδι της στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2019 όταν τα μνημόνια ήταν πια παρελθόν: Δείπνησα με τον Αλέξη Τσίπρα σε ένα εστιατόριο θαλασσινών στον Πειραιά. Μιλήσαμε ξανά για τον Ιούλιο του 2015, όταν η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη βρισκόταν «στην κόψη του ξυραφιού», όπως του είπα. Ο Τσίπρας μού εξήγησε πως ήταν σημαντικό να δείξει στους πολίτες με έναν πειστικό τρόπο ότι η νέα κυβέρνηση είχε εξαντλήσει κάθε περιθώριο προκειμένου να απαλλαγεί από τη μισητή τρόικα.

Όταν τα άλλα κράτη-μέλη αντιτάχθηκαν σ’ αυτό, κατέστη σαφές ότι επρόκειτο πλέον για ένα ζήτημα που αφορούσε κατά βάση τη στάση των Ελλήνων απέναντι στο ευρώ. Η πλειονότητα των Ελλήνων απέρριψε το πρόγραμμα, ήθελε ωστόσο να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. Αυτό έδειξε η επανεκλογή του Τσίπρα στις νέες, πρόωρες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015. Το ευρώ είχε αποδειχτεί ισχυρότερο.

Για Τραμπ, Πούτιν, Ομπάμα

Γράφει ο Μίχαελ Μάρτενς, δημοσιογράφος στη Frankfurter Allgemeine Zeitung: Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τα πολυαναμενόμενα απομνημονεύματα της Άνγκελα Μέρκελ, τα οποία κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα σε περισσότερες από τριάντα χώρες, σαν να πρόκειται για κάποιο νέο μυθιστόρημα του Χάρι Πότερ, είναι πάνω απ’ όλα ένα πράγμα: απίστευτα βαρετά.

Βέβαια, όποιος αναζητήσει στο ευρετήριο τα ονόματα και διαβάσει τι έχει γράψει η Άνγκελα Μέρκελ για τον Ντόναλντ Τραμπ, τον Βλαντιμίρ Πούτιν, τον Μπαράκ Ομπάμα και άλλες ιστορικές προσωπικότητες, θα βρει μερικά λίγο έως πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα στο βιβλίο. Και ακόμη και πέρα από τα μεγάλα ονόματα, υπάρχουν μερικά διαφωτιστικά αποσπάσματα σε αυτά τα απομνημονεύματα. Αλλά αυτές είναι σπάνιες «οάσεις» σε μια κουραστική έρημο που εκτείνεται σε περισσότερες από 720 σελίδες στην πρωτότυπη γερμανική έκδοση.

Ατελείωτες αναφορές σε ξεχασμένα συνέδρια από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 εναλλάσσονται με λεπτομερείς περιγραφές της γερμανικής εσωτερικής πολιτικής, γεννώντας το ερώτημα: Εάν ακόμη και οι Γερμανοί αναγνώστες το βρουν βαρετό, πόσο βαρετό θα πρέπει να είναι για το διεθνές κοινό;

Συνεπώς, δύσκολα μπορεί να συστήσει κανείς αυτά τα απομνημονεύματα στον μέσο αναγνώστη. Υπάρχουν πάρα πολλά πραγματικά ενδιαφέροντα βιβλία εκεί έξω που είναι καλύτερα γραμμένα και πιο ενδιαφέροντα από το βιβλίο της Μέρκελ «Ελευθερία: Απομνημονεύματα 1954 – 2021». Ωστόσο, όσοι έχουν την ατυχία ή το προνόμιο (διαλέξτε) να εμπλέκονται επαγγελματικά με την καταγραφή ή την ανάλυση της ευρωπαϊκής πολιτικής μάλλον δεν έχουν άλλη επιλογή: πρέπει να διαβάσουν αυτά τα απομνημονεύματα. Εξάλλου, η συγγραφέας είναι μεταξύ των σημαντικότερων πολιτικών ηγετών του κόσμου σε αυτό τον αιώνα. Επί δεκαέξι χρόνια, η Άνγκελα Μέρκελ διαμόρφωσε τις πολιτικές της μεγαλύτερης οικονομίας του μεγαλύτερου οικονομικού μπλοκ του κόσμου. Για αυτόν και μόνο τον λόγο, δεν είναι ανούσιο να δούμε τι έχει να πει για την περίοδο αυτή.

Και υπάρχουν και καλά νέα: Ορισμένα μέρη αυτού του βιβλίου είναι ενδιαφέροντα, κάποια μάλιστα είναι και σημαντικά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για όσα γράφει η Μέρκελ σχετικά με την Ουκρανία και τη Ρωσία. Κανένας άλλος πολιτικός δεν εμφανίζεται περισσότερες φορές στα απομνημονεύματα της Μέρκελ από τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Η Μέρκελ αναφέρει τον Ρώσο πρόεδρο πάνω από 140 φορές. Ακολουθεί, με μεγάλη διαφορά, το «δεξί χέρι» του Πούτιν στη Γερμανία, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, προκάτοχος της Μέρκελ στη θέση του καγκελάριου της Γερμανίας. Μεσολαβεί ένα σημαντικό χάσμα, πριν εμφανιστούν πολιτικοί όπως ο μέντορας της Μέρκελ, ο Χέλμουτ Κολ. Ακολουθούν ο Τζορτζ Μπους, τον οποίο η Μέρκελ περιγράφει μάλλον με θέρμη και, ακόμα λιγότερες φορές αναφέρονται ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και ο Μπαράκ Ομπάμα. Ο πρώην καγκελάριος της Αυστρίας Σεμπάστιαν Κουρτς, ο οποίος αντιτάχθηκε στις πολιτικές της Μέρκελ κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής κρίσης του 2015-16, γίνεται αποδέκτης του απόλυτου σνομπισμού: Η Μέρκελ δεν τον αναφέρει καθόλου.

Ρωσία – ΝΑΤΟ – Ουκρανία – Γεωργία

Όσον αφορά τον Πούτιν, είναι σαφές ότι η Μέρκελ στοχεύει όχι μόνο να αποστασιοποιηθεί από τον Ρώσο δικτάτορα, αλλά και να παρουσιάσει μέσα από ένα θετικό πρίσμα την πολιτική της για την Ουκρανία. Βασικό σημείο αναφοράς είναι η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008, όπου η Μέρκελ διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο να παρεμποδιστεί η Ουκρανία (και η Γεωργία) από το να λάβει «Σχέδιο Δράσης για Ενταξη στο ΝΑΤΟ» (Membership Action Plan – MAP), τον προάγγελο της ένταξης στη συμμαχία. Με τον τρόπο αυτό, η Γερμανίδα καγκελάριος υπερασπίστηκε τις θέσεις της ακόμη και απέναντι στον Τζορτζ Μπους, ο οποίος επεδίωκε το αντίθετο αποτέλεσμα. Δεν ήταν μικρή υπόθεση να προκαλέσει δημόσια τον πρόεδρο των ΗΠΑ, γράφει η Μέρκελ, αλλά τονίζει ότι έπρεπε να επιμείνει σε αυτή την αντιπαράθεση. Όταν οι διαπραγματεύσεις στο Βουκουρέστι έμοιαζαν αδιέξοδες, η Μέρκελ (σύμφωνα με τη Μέρκελ) δήλωσε κατηγορηματικά: «Μπορούμε να καθόμαστε εδώ για μέρες, αλλά η βασική θέση μου για την ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν αλλάζει – δεν θα συμφωνήσω στο MAP (για την Ουκρανία)».

Αυτή η ανυποχώρητη στάση προκάλεσε αργότερα έντονες επικρίσεις από τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι και άλλους. Ωστόσο, η Μέρκελ ξεκαθαρίζει στην αυτοβιογραφία της ότι ακόμη και τώρα, γνωρίζοντας όσα επακολούθησαν, την ίδια απόφαση θα έπαιρνε. Και παρουσιάζει εύλογα επιχειρήματα για να δικαιολογήσει τη στάση της. Για παράδειγμα, ορθώς επισημαίνει ότι το 2008 μόνο μια μειοψηφία του ουκρανικού λαού υποστήριζε την ιδέα της ένταξης της χώρας τους στο ΝΑΤΟ.

Εκείνη την εποχή, μία προετοιμασία της Ουκρανίας για ένταξη θα είχε επιβληθεί κόντρα στη βούληση της πλειοψηφίας των Ουκρανών. Επιπλέον, η Μέρκελ λέει ότι θα θεωρούσε «σοβαρή αμέλεια» να συζητήσει τη χορήγηση MAP στην Ουκρανία χωρίς να έχει αναλυθεί η σκοπιά του Πούτιν.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Μέρκελ αναρωτιέται τι θα είχε συμβεί σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία (και τη Γεωργία), εάν στις χώρες αυτές είχε χορηγηθεί Σχέδιο Δράσης για την ένταξη στο ΝΑΤΟ το 2008. «Η υπόθεση ότι ο Πούτιν θα άφηνε απλώς να κυλήσει ήρεμα ο χρόνος από την απόφαση για MAP μέχρι την έναρξη της διαδικασίας ένταξης της Ουκρανίας και της Γεωργίας, μου φάνηκε ευσεβής πόθος, μια πολιτική που στηρίζεται στην ελπίδα», γράφει η Μέρκελ.

Θεωρούσε αυταπάτη την πεποίθηση ότι «το καθεστώς ΜΑΡ θα προστάτευε την Ουκρανία από την επιθετικότητα του Πούτιν – πως το καθεστώς αυτό θα λειτουργούσε τόσο αποτρεπτικά που ο Πούτιν θα δεχόταν παθητικά τις εξελίξεις». Τι θα συνέβαινε, λοιπόν, διερωτάται, αν η Ρωσία είχε επιτεθεί στην Ουκρανία;

Τι θα σήμαινε για την αξιοπιστία του ΝΑΤΟ, αν η συμμαχία είχε μείνει άπραγη χωρίς να παράσχει στρατιωτική υποστήριξη σε απάντηση των επιθέσεων εναντίον των υποψήφιων προς ένταξη χωρών; Ή θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί ότι τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ θα απαντούσαν στρατιωτικά σε αυτό το σενάριο, στέλνοντας εξοπλισμό ή ακόμη και στρατεύματα; «Θα μπορούσα ποτέ εγώ, ως καγκελάριος, να ζητήσω από το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο μια τέτοια εντολή, μεταξύ άλλων και για τις Ενοπλες Δυνάμεις μας, και να εξασφαλίσω μια πλειοψηφία γι’ αυτό; Το 2008;

Η Μέρκελ δεν έχει ανάγκη να απαντήσει στο ρητορικό της ερώτημα και, ομοίως, δεν χρειάζεται να τονίσει ότι η εξασφάλιση της πλειοψηφίας στην Μπούντεσταγκ για μια πολεμική αποστολή του γερμανικού στρατού κατά της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι και πολύ ρεαλιστική υπόθεση. Είναι εξίσου δύσκολο να φανταστούμε άλλα κράτη του ΝΑΤΟ να στέλνουν τους στρατούς τους για να συγκρουστούν με τη Ρωσία για λογαριασμό της Ουκρανίας. Θα πεθαίνατε για το Ντονμπάς; Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι, τότε και τώρα, πιθανότατα θα απαντούσαν σε αυτό το ερώτημα όπως ο Μπάρτλεμπι του Χέρμαν Μέλβιλ: «Θα προτιμούσα να μην το κάνω αυτό».

Ενώ αυτό το μέρος του απολογισμού της Μέρκελ είναι συνεκτικό, η καγκελάριος παραλείπει εντελώς να αναφερθεί στο λογικό συμπέρασμα της άρνησης καθεστώτος MAP στην Ουκρανία: η χώρα θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει εξοπλιστεί με όπλα για να αμυνθεί έναντι της Ρωσίας. Ωστόσο, η Μέρκελ (όπως και ολόκληρη κεντρική πολιτική σκηνή της Γερμανίας) απέρριπτε επανειλημμένα και με αυστηρότητα, για χρόνια, αυτό το σχέδιο δράσης.

Επιπλέον, εξακολούθησε να επιμένει στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream II, ισχυριζόμενη ότι επρόκειτο για ένα έργο εμπορικής φύσης. Τον Φεβρουάριο του 2015, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η Μέρκελ είχε δηλώσει: «Η Γερμανία δεν θα υποστηρίξει την Ουκρανία με όπλα. Είμαι ακράδαντα πεπεισμένη ότι αυτή η σύγκρουση δεν μπορεί να επιλυθεί στρατιωτικά».

Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα: ο ένοικος του Κρεμλίνου ήταν (και φαίνεται πως παραμένει) πεπεισμένος για το αντίθετο. Και ο πόλεμος διαφέρει από το τανγκό. Δεν χρειάζονται δύο για αυτό. Ο λαός της Ουκρανίας πληρώνει μέχρι σήμερα το τίμημα της θέσης πως οι συγκρούσεις δεν πρέπει να επιλύονται με στρατιωτικά μέσα.

Η Μέρκελ ολοκλήρωσε τη συγγραφή του βιβλίου της πριν ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει για δεύτερη φορά τις εκλογές στις ΗΠΑ, αλλά είχε συνυπολογίσει το ενδεχόμενο. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι δεν τρέφει καλή γνώμη για τον Τραμπ. Στα απομνημονεύματά της, τον παρουσιάζει ως ένα είδος «πολιτικού κτηματομεσίτη». Κατά τη συνάντησή τους στην Ουάσιγκτον τον Μάρτιο του 2017, ο Τραμπ άρχισε αμέσως να την ρωτά για τον Πούτιν: «Ο Ρώσος πρόεδρος προφανώς τον συνάρπαζε. Στα χρόνια που ακολούθησαν είχα την εντύπωση ότι οι πολιτικοί με αυταρχικές και δικτατορικές τάσεις τού ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία». Από τις συνομιλίες της με τον Τραμπ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα υπήρχε καμία συνεργασία μαζί του για την οικοδόμηση μιας παγκόσμιας τάξης βασισμένης σε αξίες: «Κρίνει τα πάντα από την οπτική γωνία του επιχειρηματία στον κλάδο των ακινήτων, όπως ήταν πριν εισέλθει στην πολιτική. Κάθε κομμάτι γης μπορεί να ανήκει μόνο σε έναν. Αν δεν το έπαιρνε αυτός, θα το έπαιρνε κάποιος άλλος». Σε αυτή την κοσμοθεωρία λογικής μηδενικού αθροίσματος του Τραμπ, η επιτυχία μιας χώρας σήμαινε την αποτυχία μιας άλλης χώρας. «Φαινόταν ιδιαίτερα δύσπιστος απέναντι στη Γερμανία».

Η Μέρκελ πιθανότατα έχει εκτιμήσει τον πιθανό κίνδυνο σε έναν κόσμο όπου δεν θα ηγούνταν οι ΗΠΑ, όταν διατυπώνει μία άποψη που είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει: Στα απομνημονεύματά της, επί της ουσίας υποστηρίζει ότι η Ουκρανία δεν είναι σε θέση να αποφασίσει από μόνη της πότε θα πρέπει να λήξει ο πόλεμος με τη Ρωσία.

Η Μέρκελ υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να υπάρχει «προθυμία για διπλωματικές πρωτοβουλίες» και από την ουκρανική πλευρά. «Αυτές πρέπει να σχεδιάζονται εκ των προτέρων, ώστε να είναι έτοιμες την κατάλληλη στιγμή. Το πότε θα έρθει αυτή η στιγμή δεν μπορεί να αποφασιστεί μόνο από την Ουκρανία, αλλά σε συνεννόηση με τους υποστηρικτές της». Από τη μία πλευρά, αυτό είναι αυτονόητο. Δεν χρειάζεται να το πει η Μέρκελ για να καταλάβει κανείς ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Αλλά πόσο ζοφερά πρέπει να ακούγονται αυτά τα λόγια στο Κίεβο;

Ο … αυτοκράτορας Ερντογάν

Την απόφασή της να διαπραγματευτεί με τον Ερντογάν την αμφιλεγόμενη συμφωνία για το μεταναστευτικό το 2016, προκειμένου να σταματήσει τη ροή των προσφύγων προς την Ευρώπη υπερασπίζεται στα απομνημονεύματά της με τον τίτλο «Ελευθερία» η Άνγκελα Μέρκελ, την ίδια στιγμή που η ίδια δήλωνε ότι η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία ήταν λάθος.

Στο βιβλίο, η Μέρκελ αφηγείται τα γεγονότα που οδήγησαν σε μια συνάντηση υψηλού επιπέδου με τον Ερντογάν τον Οκτώβριο του 2015 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επικρίθηκε έντονα από το γερμανικό κοινό για την οπτική της, ιδίως λόγω των χρυσών καθισμάτων.

«Το ταξίδι μου στην Κωνσταντινούπολη δέχθηκε σκληρή κριτική, όχι μόνο λόγω των δύο καρεκλών – ή των χρυσών θρόνων, για την ακρίβεια», έγραψε. «Ο Ερντογάν κάθισε στη μία και εγώ στην άλλη. Δεν καθίσαμε σε αυτές μόνο για τη φωτογράφιση, αλλά για όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν: Ουάου, κοιτάξτε τα!» πρόσθεσε.

«Αργότερα με κατηγόρησαν ότι υποκλίνομαι στον Ερντογάν που ήταν αυτοκράτορας στο παλάτι του, και μου πρότειναν να πέσω στο έδαφος μπροστά του μόνο και μόνο για να εξασφαλίσω μια συμφωνία με την Τουρκία για να κρατήσω μακριά και άλλους πρόσφυγες.

«Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, καθώς η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε δύο εβδομάδες πριν από τις βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία, κατηγορήθηκα επίσης ότι βοήθησα την προεκλογική εκστρατεία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν».

Η Μέρκελ λέει ότι η κριτική αυτή ήταν «άδικη και εν μέρει αναληθής», εξηγώντας ότι τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά στη Γερμανία την πίεζαν να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να μειώσει τον αριθμό των προσφύγων που φτάνουν στην Ευρώπη, ενώ ταυτόχρονα την επέκριναν επειδή διαπραγματεύεται με τους «αυταρχικούς» στην Άγκυρα τόσο κοντά στις εκλογές.

«Αυτό ήταν γελοίο», δήλωσε η ίδια. «Μια ματιά στον χάρτη και στην πραγματικότητα στο Αιγαίο ήταν αρκετή για να καταλάβει κανείς ότι μόνο σε συνεργασία με την Τουρκία θα ήταν δυνατόν να οργανωθούν και να διαχειριστούν οι εξελίξεις και ότι αυτό έπρεπε να γίνει επειγόντως. Όλα τα υπόλοιπα ήταν μια ψευδαίσθηση, και εγώ δεν συντηρούσα ψευδαισθήσεις».

«Αγαπητή μου φίλη»

Η ίδια θυμάται ότι «όταν συμφωνούσαμε σε πράγματα, ήταν πολύ φιλικός και με αποκαλούσε «αγαπητή του φίλη». Όταν είχαμε διαφορετικές απόψεις, χρησιμοποιούσε κάθε ευκαιρία για να αντιπαραθέσει εκτενείς αντιρρήσεις, πράγμα που μερικές φορές σήμαινε ότι οι συζητήσεις ήταν παρατεταμένες».

Η Μέρκελ αναφέρει ότι παρομοιάζει τη συμπεριφορά του Ερντογάν με εκείνη των ηγετών με αυταρχικές τάσεις. «Παρεμπιπτόντως, έχω παρατηρήσει ότι ένα τυπικό χαρακτηριστικό των πολιτικών με αυταρχικές τάσεις είναι ότι έχουν απεριόριστο χρόνο όταν τον χρειάζονται. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ταυτόχρονη διερμηνεία απλά αντικαθίσταται από τη διαδοχική διερμηνεία», δήλωσε η ίδια.

Το προσφυγικό τσουνάμι 2015 – 2016

Η Τουρκία και η Ε.Ε. κατέληξαν τελικά σε συμφωνία το 2016 με βάση την πρόταση του Νταβούτογλου, η οποία έγινε γνωστή ως μηχανισμός «ένα προς ένα»: κάθε μετανάστης που έφτανε παράνομα στα ελληνικά νησιά θα στέλνονταν πίσω στην Τουρκία βάσει μιας συμφωνίας επανεισδοχής Ελλάδας-Τουρκίας.

Σε αντάλλαγμα, για κάθε Σύρο που επιστρέφει στην Τουρκία από τα ελληνικά νησιά, ένας άλλος Σύρος θα επανεγκαθίσταται από την Τουρκία απευθείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μαζί με τα τρία δισεκατομμύρια ευρώ που συμφωνήθηκε να καταβληθούν στην Τουρκία το 2015 για την κατασκευή σχολείων για τα παιδιά των Σύρων προσφύγων και την εφαρμογή άλλων μέτρων, η Ε.Ε. υποσχέθηκε επίσης να διαθέσει άλλα τρία δισεκατομμύρια ευρώ στην Τουρκία μέχρι το τέλος του 2018.

Επιπλέον, η Ε.Ε. δεσμεύτηκε να παρατείνει την απελευθέρωση των θεωρήσεων για την Τουρκία, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, και να ανοίξει περαιτέρω κεφάλαια στη διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε..

Ωστόσο, η Τουρκία ανέστειλε τη συμφωνία επανεισδοχής το 2018, επικαλούμενη εντάσεις με την Ελλάδα για το Αιγαίο και την παρουσία Τούρκων στρατιωτών στην Ελλάδα, οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί για συμμετοχή σε απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία.

Η Μέρκελ περιγράφει το παρασκήνιο της προσφυγικής κρίσης του 2015, την απογοήτευσή της για τη στάση των εταίρων και τον τρόπο που κλείστηκε η συμφωνία με την Τουρκία.

Μία από τις πιο αμφιλεγόμενες αποφάσεις που έλαβε η Μέρκελ στα δεκαέξι χρόνια της στην καγκελαρία, ήταν η διαχείριση του προσφυγικού κύματος το 2015. Το περίφημο «Wir schaffen das» (θα τα καταφέρουμε), που είχε πει για να ενθαρρύνει τη γερμανική κοινή γνώμη να συμμετάσχει στο εγχείρημα υποδοχής των προσφύγων, εξακολουθεί να αποτελεί εστία αντιπαράθεσης στη γερμανική –αλλά και την ευρωπαϊκή– πολιτική ζωή. Μόλις προχθές σε συνέντευξή της στο περιοδικό Der Spiegel, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της, υπεραμύνθηκε της πολιτικής της το 2015 και άσκησε έμμεση κριτική στην τρέχουσα πορεία του κόμματός της. «Η ιδέα π.χ. να στείλω κανόνια νερού στα γερμανικά σύνορα ήταν για μένα φρικτή και δεν θα αποτελούσε ούτως ή άλλως λύση», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Στα απομνημονεύματά της η Μέρκελ αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στην προσφυγική κρίση και την περίοδο που τα διεθνή ΜΜΕ είχαν κατακλυστεί από εικόνες της Λέσβου και της Ειδομένης.

Τη νύχτα του Σαββάτου 18 προς Κυριακή 19 Απριλίου 2015 ένα απελπιστικά γεμάτο πλοίο που μετέφερε πρόσφυγες ανατράπηκε στη Μεσόγειο καθ’ οδόν από τη Λιβύη προς την Ιταλία. Εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Την Κυριακή, ημέρα των εξηκοστών γενεθλίων του Γιόαχιμ, ήμασταν στο Χοενβάλντε. Το απόγευμα έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι, με την επείγουσα έκκληση να συμβάλω κι εγώ προκειμένου να συγκληθεί άμεσα ένα έκτακτο συμβούλιο της Ε.Ε. με τη συμμετοχή όλων των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρώπης. Για εορτασμό γενεθλίων ούτε λόγος πλέον.

«Σε καταλαβαίνω απόλυτα», είπα, «πρόκειται για μια ανείπωτη τραγωδία. Oμως, αν γίνει μια τέτοια συνάντηση, πρέπει να πάρουμε συγκεκριμένες αποφάσεις».

«Πράγματι, όμως η συνάντηση είναι επιβεβλημένη», επέμεινε. «Πρέπει να γίνει σαφές ότι αυτό δεν είναι ένα ιταλικό πρόβλημα, αλλά ένα πρόβλημα που αφορά ολόκληρη την Ευρώπη· το έχω ήδη πει στον Ντόναλντ Τουσκ. Δεν μπορείτε να με αφήσετε μόνο μου σε αυτή την κατάσταση».

Hξερα ότι ο Ματέο Ρέντσι είχε δίκιο, ειδικά διότι δεν ήταν η πρώτη τραγωδία αυτού του είδους στα ανοιχτά των ακτών της χώρας του. Ενάμιση χρόνο νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 2013, έπειτα από δύο σοβαρά δυστυχήματα και τον θάνατο αρκετών εκατοντάδων προσφύγων στα νερά της Μεσογείου, η Ιταλία έβαλε μπροστά την επιχείρηση Mare Nostrum. Το ιταλικό ναυτικό και η ακτοφυλακή ανέλαβαν τη διάσωση προσφύγων που κινδύνευαν στη θάλασσα και τη σύλληψη διακινητών. Οι δραστηριότητες της επιχείρησης Mare Nostrum τερματίστηκαν τον Οκτώβριο του 2014, μετά την απόφαση των Ευρωπαίων υπουργών Εσωτερικών να εγκαινιάσουν την επιχείρηση με την ονομασία «Tρίτων», υπό την ηγεσία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής Frontex, ο οποίος ιδρύθηκε το 2004 για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης. Ωστόσο, ακόμη και ο «Τρίτων» δεν μπόρεσε να αποτρέψει την τραγωδία της νύχτας της 18ης προς τη 19η Απριλίου 2015.

Το αδιέξοδο του Δουβλίνου III

Στο τηλεφώνημά μας η έκκληση του Ρέντσι να μην αφεθεί η Ιταλία μόνη της χτύπησε το τρωτό σημείο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ/GEAS). Το ΚΕΣΑ βασίζεται στη Σύμβαση του Δουβλίνου που υπέγραψαν στην ομώνυμη πόλη στις 15 Ιουνίου 1990 δώδεκα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Δεκατρία χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 2003, ένας πρώτος διάδοχος κανονισμός τέθηκε σε ισχύ με τη μορφή του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ, ενώ λίγους μήνες αργότερα ακολούθησε ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ. O Κανονισμός είχε ισχύ στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Eνωσης, καθώς και στη Νορβηγία, στην Ισλανδία, στην Ελβετία και το Λιχτενστάιν, και καθόριζε ποιο από αυτά τα κράτη είχε την ευθύνη για τη διεξαγωγή της διαδικασίας ασύλου ενός υπηκόου τρίτης χώρας ή ενός ανιθαγενούς. Ουσιαστικά όριζε ότι, με λίγες εξαιρέσεις, η εξέταση μιας αίτησης ασύλου έπρεπε να πραγματοποιείται στη χώρα στην οποία εισήλθε πρώτη φορά ο αιτών άσυλο, δηλαδή, στις περισσότερες περιπτώσεις, στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Βάσει γεωγραφίας, δηλαδή με δεδομένες τις οδούς διαφυγής διαμέσου της Μεσογείου, στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι χώρες αυτές ήταν οι μεσογειακές χώρες Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία. Το Δουβλίνο ΙΙΙ απάλλαξε από αυτό το πρόβλημα όλα τα υπόλοιπα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Εμείς, που βρισκόμασταν γεωγραφικά στο κέντρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απολαμβάναμε όλα τα οφέλη της ζώνης Σένγκεν, μιας ενιαίας αγοράς χωρίς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, χωρίς να έχουμε καμία έγνοια για όσα τυχόν συνέβαιναν στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Eνωσης. Είχαμε προσαρμοστεί σε μια κατάσταση βολική για μας. Οι συνέπειες δραματικών γεγονότων σαν αυτά που έλαβαν χώρα στα ανοιχτά των ακτών της Ιταλίας τη νύχτα της 18ης προς τη 19η Απριλίου 2015 ήταν ευθύνη των μεσογειακών χωρών, στην προκειμένη περίπτωση της Ιταλίας – ασχέτως επιχείρησης «Τρίτων». Αυτό ήταν σωστό από αμιγώς νομικής άποψης· από πολιτικής και ανθρωπιστικής άποψης, ωστόσο, δεν ήταν πλέον βιώσιμο.

[…] Οι επιπτώσεις νέων εξελίξεων στις πύλες της Ευρώπης οδήγησαν περισσότερους ανθρώπους στη φυγή: στα τέλη του 2010 ξέσπασε στην Τυνησία η ελπιδοφόρα Αραβική Aνοιξη, με εξεγέρσεις κατά του αυταρχικού προέδρου Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Aλι. Οι διαμαρτυρίες εξαπλώθηκαν, μεταξύ άλλων, στη Λιβύη και τη Συρία. Το καλοκαίρι του 2011, μετά την πτώση του επαναστάτη ηγέτη της Λιβύης Μουαμάρ αλ Καντάφι, το λιβυκό κράτος κατέρρευσε, διευκολύνοντας τους λαθρέμπορους και τους διακινητές να προωθούν ολοένα περισσότερους πρόσφυγες, ιδίως από αφρικανικές χώρες όπως η Ερυθραία και η Σομαλία, από τις λιβυκές ακτές προς την Ευρώπη.

Ακόμη πιο σοβαρές ήταν οι επιπτώσεις μετά την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, το 2011, ο πληθυσμός της οποίας εξεγέρθηκε κι αυτός κατά του αυταρχικού προέδρου τους Μπασάρ αλ Aσαντ. Εκατομμύρια Σύροι εγκατέλειψαν τη χώρα και κατέφυγαν στον Λίβανο, στην Ιορδανία, αλλά και στην Τουρκία· μόνο εκεί κατέφυγαν πάνω από τρία εκατομμύρια Σύροι. Στην αρχή οι άνθρωποι αυτοί ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν σύντομα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους· όλες οι ελπίδες εξανεμίστηκαν από το 2014 και ύστερα. Εκτοτε, όλο και περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούσαν να φτάσουν στη Βόρεια Ευρώπη από την Τουρκία μέσω του Αιγαίου και της Ελλάδας.

Εχω ακόμη ζωηρή ανάμνηση όσων μου μετέφερε ο Eλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας την άνοιξη του 2015, στο περιθώριο μιας συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου: ο αριθμός των προσφύγων –Σύρων κυρίως, αλλά και Αφγανών και Ιρακινών– που έφταναν στα ελληνικά νησιά από την Τουρκία σχεδόν διπλασιαζόταν κάθε μήνα. Το σημείωσα τότε με ανησυχία και με την υποψία ότι η εξέλιξη αυτή δεν θα επηρέαζε μόνο την Ελλάδα.

Δεν ήμουν εκπρόσωπος μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης, δεν ήμουν εθελόντρια που προσφέρει βοήθεια στους πρόσφυγες, ήμουν πολιτικός και δη καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. […] Από μένα και από ολόκληρη την ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα μπορούσε να περιμένει κανείς να δώσουμε λύσεις μεγάλης κλίμακας σε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. […] Στην Ευρώπη πραγματοποίησα μια ολόκληρη εκστρατεία για την αλληλέγγυα κατανομή των προσφύγων, εντέλει χωρίς αποτέλεσμα. Οι Ευρωπαίοι υπουργοί Εσωτερικών πέρασαν κατ’ επανάληψη αντίστοιχα ψηφίσματα με ειδική πλειοψηφία. Τον Ιούνιο του 2015, για παράδειγμα, συμφωνήθηκε η κατανομή 60.000 προσφύγων και τον Σεπτέμβριο ο αριθμός διπλασιάστηκε ακόμη και σε 120.000. Οι τεχνικοί όροι γι’ αυτό ήταν μετεγκατάσταση και επανεγκατάσταση.

Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές αποδείχτηκε πως δεν είχαν ούτε την αξία του χαρτιού στο οποίο τυπώθηκαν. Πράγματι, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μόνο 21.999 πρόσφυγες που είχαν φτάσει στην Ελλάδα μετεγκαταστάθηκαν έως το τέλος του 2018 – εκ των οποίων η Γερμανία ανέλαβε 5.391. Το ίδιο και οι 12.708 πρόσφυγες που είχαν εισέλθει σε ευρωπαϊκό έδαφος στην Ιταλία – εκ των οποίων η Γερμανία ανέλαβε 5.446.

Οι χώρες που ήταν πρόθυμες να υποδεχτούν πρόσφυγες ανέλαβαν την απαιτητική δουλειά της φροντίδας των προσφύγων που έφταναν καθημερινά, ενώ άλλες ήθελαν να υποδεχτούν όσο το δυνατό λιγότερους πρόσφυγες και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αναβάλουν την τήρηση των υποχρεώσεών τους για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Σχεδόν αναπόφευκτα όλες οι προσπάθειες τροποποίησης του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ απέβησαν άκαρπες. Κατά την υποδοχή και την κατανομή των προσφύγων στην Ευρώπη έγινε δραματικά σαφές ότι στην Ευρωπαϊκή Eνωση δεν υπήρχε κοινή αντίληψη γι’ αυτό που κάποτε αντιπροσώπευε η ευρωπαϊκή κοινότητα: την αλληλεγγύη και τις κοινές αξίες. Αυτή η διαπίστωση με έθλιβε βαθύτατα, δεν ήταν ωστόσο λόγος να εγκαταλείψω τις προσπάθειές μου.

Η κατάσταση ήταν διαφορετική όταν επρόκειτο για την καταπολέμηση των αιτίων της μετανάστευσης και του λαθρεμπορίου. Η προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Eνωσης ενισχύθηκε με κέντρα καταγραφής, τα λεγόμενα hotspots. Μια ομάδα εργασίας της Μόνιμης Ναυτικής Ομάδας του ΝΑΤΟ βελτίωσε την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής ακτοφυλακής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής Frontex στο Αιγαίο. Αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό χάρη στην υπουργό Aμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία έτσι κι αλλιώς με στήριζε στην προσφυγική πολιτική. Η αποστολή του ΝΑΤΟ μάς πρόσφερε την περιγραφή της εκάστοτε κατάστασης των πραγμάτων, συνδράμοντας έτσι στην αποτελεσματικότερη μάχη κατά των συμμοριών λαθρεμπόρων στο Αιγαίο. Το γερμανικό πολεμικό ναυτικό συμμετείχε σε αυτή την αποστολή.

Βερολίνο – Αγκυρα

Από το καλοκαίρι του 2015 επικεντρώθηκα κι εγώ προσωπικά στην προσπάθεια βελτίωσης της συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Eνωσης με την Τουρκία στην προσφυγική πολιτική. Από την έναρξη του πολέμου στη Συρία το 2011 η χώρα είχε δεχτεί σχεδόν 2 εκατομμύρια πρόσφυγες στα τουρκοσυριακά σύνορα και πολύ περισσότερους στο εσωτερικό της. Επωμίστηκε έτσι ένα τεράστιο βάρος, το οποίο η Ευρώπη για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ελάχιστα γνώριζε, πόσο μάλλον αναγνώριζε. Αυτό έπρεπε να αλλάξει· η Ε.Ε. έπρεπε, για παράδειγμα, να ενισχύσει οικονομικά τα προσφυγικά προγράμματα επιτόπου, να συμβάλει στη βελτίωση της υγειονομικής περίθαλψης των προσφύγων, να πείσει την Τουρκία να τους χορηγήσει άδειες εργασίας, να προσφέρει ευκαιρίες για εκπαίδευση – δημιουργώντας έτσι προοπτικές στη χώρα. Oλα αυτά αντικατοπτρίζουν τη σημαντικότερη πτυχή της προσφυγικής μας πολιτικής· την καταπολέμηση των αιτίων της φυγής στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Oλα αυτά θα λειτουργούσαν εντέλει προς το συμφέρον όλων, συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων, οι οποίοι δεν θα είχαν πια ανάγκη να εμπιστεύονται και τα λεφτά τους και την τύχη τους σε αδίστακτους διακινητές, με αποτέλεσμα να καταλήγουν, πολλοί απ’ αυτούς, στον βυθό της θάλασσας.

Με αυτή την αντίληψη των πραγμάτων ηγήθηκα των συνομιλιών στην Ευρώπη με την Τουρκία υπέρ μιας κοινής προσέγγισης. […] Στις 23 Σεπτεμβρίου 2015 οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Ευρώπης αποφάσισαν σε μια άτυπη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να εντείνουν τον διάλογο με την Τουρκία, καθώς και με τον Λίβανο και την Ιορδανία. Οι δύο αυτές χώρες φιλοξενούσαν μεγάλο αριθμό Σύρων, κυρίως, προσφύγων. Δύο ημέρες αργότερα συμμετείχα στη Σύνοδο του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη, στη Νέα Υόρκη. Στο περιθώριο της συνόδου συναντήθηκα με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και κουβεντιάσαμε για την προοπτική της σύστασης μιας γερμανοτουρκικής ομάδας εργασίας, καθώς και για την προετοιμασία της Συνόδου Κορυφής Ε.Ε. – Αφρικής που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στη Βαλέτα της Μάλτας τον Νοέμβριο. Δεν έπρεπε να ξεχνούμε ότι πολλοί άνθρωποι από την Αφρική εξακολουθούσαν να προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη διαμέσου της Μεσογείου.

Στις 5 Οκτωβρίου 2015 ο πρόεδρος της Επιτροπής της Ε.Ε. Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Ε.Ε. Ντόναλντ Τουσκ συναντήθηκαν με τον Τούρκο πρόεδρο στις Βρυξέλλες και συμφώνησαν να καταρτίσουν ένα σχέδιο δράσης Ε.Ε. – Τουρκίας για μια κοινή προσέγγιση της προσφυγικής πολιτικής. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων συμφώνησε με το σχέδιο που υπέβαλε η Επιτροπή της Ε.Ε. στις 15 Οκτωβρίου 2015.

Τουρκικό παζάρι

[…] Μια άλλη συνάντηση Ε.Ε. – Τουρκίας προγραμματίστηκε για τις 7 Μαρτίου 2016, στις Βρυξέλλες. Εκείνη την περίοδο η Ολλανδία ασκούσε την προεδρία της Ε.Ε. Την παραμονή της έγινε μια τριμερής συνάντηση με τον Ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε και τον Τούρκο πρωθυπουργό, έπειτα από πρόσκληση του τελευταίου, στις 9 μ.μ., στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Τουρκίας στις Βρυξέλλες. Στη συνάντηση αυτή ο Νταβούτογλου πρότεινε τον λεγόμενο μηχανισμό 1:1: βάσει μιας συμφωνίας επανεισδοχής μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, η Ελλάδα δικαιούται να επαναπροωθεί στην Τουρκία κάθε μετανάστη που φτάνει παράνομα στα ελληνικά νησιά· σε αντάλλαγμα, για κάθε Σύρο που έφτανε παράνομα στα ελληνικά νησιά και επέστρεφε στην Τουρκία και η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να δέχεται ακόμη έναν Σύρο πρόσφυγα από την Τουρκία.

Πρόκειται για μια τολμηρή, πρωτοποριακή πρόταση, καθώς δεν αποσκοπούσε μόνο στην αποτροπή της παράνομης μετανάστευσης με μέτρα προστασίας των συνόρων, αλλά και στην ενεργοποίηση των ποσοστώσεων για τη μετανάστευση. Ο Ρούτε κι εγώ υποστηρίξαμε αμέσως την πρόταση και την επόμενη ημέρα την προωθήσαμε επιτυχώς στη συνάντηση Ε.Ε. – Τουρκίας. Σε συνδυασμό με έργα στους τομείς της υγειονομικής περίθαλψης, της διατροφής, της εκπαίδευσης και των υποδομών, τα οποία πρόσφεραν στους πρόσφυγες που ζουν στην Τουρκία μια προοπτική κοντά στην πατρίδα τους, αντιμετωπίζοντας έτσι τα αίτια που τους ωθούσαν στη φυγή, η πρόταση αποτέλεσε αντικείμενο συστηματικής επεξεργασίας έως την επόμενη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 18 Μαρτίου 2016, η οποία την ενέκρινε με την ονομασία Δήλωση Ε.Ε. – Τουρκίας και με έναρξη ισχύος την 4η Απριλίου 2016. Με τη συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας, όπως επικράτησε να ονομάζεται πιο απλουστευμένα, η Ευρωπαϊκή Ενωση δεσμεύτηκε επίσης να παράσχει στην Τουρκία άλλα 3 δισεκατομμύρια ευρώ έως το τέλος του 2018 και, εφόσον η χώρα πληρούσε τις προϋποθέσεις, να προωθήσει την κατάργηση της βίζας που είχε ζητήσει και να εξετάσει τη δυνατότητα περαιτέρω εξέλιξης της διαδικασίας ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ολα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του αριθμού των προσφύγων που έφταναν μέσω της βαλκανικής οδού στη Βόρεια Ευρώπη και συνεπώς στη Γερμανία: 95% σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2015.

Στήριξη από τον πρόεδρο της Κομισιόν

Ενα πρόσωπο που με υποστήριξε θερμά καθ’ όλη τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης ήταν ο πρόεδρος της Επιτροπής της Ε.Ε. Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Πραγματικά δεν έχω λόγια να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου. […] Ο Γιούνκερ υποστήριξε τη συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας, συνέβαλε στη βελτίωση της ανθρωπιστικής κατάστασης στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και προώθησε επίσης τη διεθνή συνεργασία, πρωτίστως με την Αφρική.

Στη Σύνοδο Κορυφής Ε.Ε. – Αφρικής στις 11-12 Νοεμβρίου 2015 στην πρωτεύουσα της Μάλτας, Βαλέτα, συμφωνήσαμε μεταξύ άλλων να συσταθεί ένα Καταπιστευματικό Ταμείο Εκτακτης Ανάγκης της Ε.Ε. για την Αφρική, με όγκο 1,8 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και επιπλέον συνεισφορές άλλων κρατών. Τα ποσά αυτά επρόκειτο να διατεθούν επιτόπου για την καταπολέμηση των αιτίων της φυγής, αλλά και για τη χρηματοδότηση ευκαιριών για νόμιμη μετανάστευση προς την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Γερμανία: Χώρα … εισαγωγής πληθυσμού

Συμπέρασμα: Πρώτον, πολλοί απ’ όσους υποστήριξαν την απόφασή μου στις 4-5 Σεπτεμβρίου 2015 να μην επαναπροωθούνται στα γερμανο-αυστριακά σύνορα οι προερχόμενοι από την Ουγγαρία πρόσφυγες, δυσκολεύτηκαν εντυπωσιακά πολύ να αποδεχτούν τη συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας, στην οποία αναφέρονταν συχνά με τη λέξη «deal», υπονοώντας λίγο πολύ ότι επρόκειτο για μια βρώμικη συμφωνία. Ωστόσο, η λέξη «deal» ούτε δική μου επιλογή ήταν ούτε συμμεριζόμουν την αξιολόγηση που συνδέεται με αυτήν. Αντίθετα, ήταν ένα λογικό, αποδεκτό αποτέλεσμα διεθνών διαπραγματεύσεων – τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Το ίδιο ίσχυε και για τις συμφωνίες με τις αφρικανικές χώρες. Οπως τόσο συχνά κάποιος έπρεπε να απαντήσει και στην περίπτωση αυτή στο ερώτημα ποιες θα ήταν οι λογικές εναλλακτικές λύσεις. Είχα και διατηρώ την πεποίθηση πως με το να απορρίπτει κανείς συμφωνίες με κράτη που δεν ανταποκρίνονται ή δεν ανταποκρίνονται πλήρως στη δική μας αντίληψη περί δημοκρατίας και κράτους δικαίου δεν καταφέρνει απολύτως τίποτα.

Δεύτερον, η Ευρώπη έπρεπε και πρέπει να προστατέψει τα εξωτερικά της σύνορα. Για τον σκοπό αυτό, στη διάρκεια της θητείας μου ελήφθησαν μέτρα στα οποία στηρίχτηκε η διάδοχη κυβέρνηση. Ενισχύθηκαν οι επιχειρησιακές δυνατότητες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής Frontex, εντατικοποιήθηκε η συνεργασία με τις λιβυκές αρχές και βελτιώθηκε η καταγραφή των προσφύγων που φτάνουν στα εξωτερικά σύνορα. Ταυτόχρονα, όμως, η Γερμανία και η Ευρώπη δεν πρέπει να μπουν ποτέ στον πειρασμό να θεωρήσουν ότι ακόμα και τα πιο δραστικά μέτρα θα μειώσουν την έλξη που ασκούν σε ανθρώπους από άλλες περιοχές του κόσμου. Αυτό δεν θα γίνει. Η ευημερία και το κράτος δικαίου θα καθιστούν πάντα τη Γερμανία και την Ευρώπη ελκυστικούς προορισμούς. Η σωστή αντιμετώπιση του ζητήματος προϋποθέτει την καταστολή της διακίνησης ανθρώπων και της παράνομης μετανάστευσης, πάντα σε συνδυασμό με την προσπάθεια αύξησης του ποσοστού της νόμιμης μετανάστευσης.

Τρίτον, κανείς δεν εγκαταλείπει την πατρίδα του ελαφρά τη καρδία, ούτε καν εκείνοι που το κάνουν λόγω έλλειψης οικονομικών προοπτικών. Ομως, η γερμανική νομοθεσία περί ασύλου καλύπτει άλλες περιπτώσεις. Παρέχει προστασία μόνο σε όσους διαφεύγουν από πολιτικές διώξεις και πόλεμο. Οσοι δεν μπορούν να μείνουν στη χώρα μας πρέπει να φύγουν. Αυτό πρέπει το κράτος να το επιβάλλει.

Τέταρτον: Η Γερμανία είναι μια χώρα υποδοχής μεταναστών. Η αύξηση του πληθυσμού μας και η συνακόλουθη έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού καθιστούν αναγκαία την τακτική μετανάστευση. Αυτό έλαβε υπόψη του ο μεγάλος συνασπισμός όταν ψήφισε το 2019, έπειτα από μακρά συζήτηση, έναν μεταναστευτικό νόμο για το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό από χώρες εκτός Ε.Ε., επιταχύνοντας μάλιστα τη διαδικασία έκδοσης άδειας παραμονής στη Γερμανία.

Κείμενα Εφημερίδας των Συντακτών, Καθημερινής, CNN